- κώφωσις
- κώφ-ωσις, εως, [dialect] Ion. ιος, ἡ, = foreg., Id.Aph.4.28, Coac.186, al., Gal.9.758;A injury,
κ. ὀφθαλμῶν ἢ ἀκοῆς Hp.Mul.1.41
.2 metaph., dullness, Pempel. ap. Stob.4.25.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κ. ὀφθαλμῶν ἢ ἀκοῆς Hp.Mul.1.41
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κώφωσις — injury fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφώσει — κώφωσις injury fem nom/voc/acc dual (attic epic) κωφώσεϊ , κώφωσις injury fem dat sg (epic) κώφωσις injury fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφώσεις — κώφωσις injury fem nom/voc pl (attic epic) κώφωσις injury fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφώσιος — κώφωσις injury fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώφωσιν — κώφωσις injury fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώφωση — Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η… … Dictionary of Greek
κωφώσεων — κωφώσεω̆ν , κώφωσις injury fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφώσεως — κωφώσεω̆ς , κώφωσις injury fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)